μισθοφόρου

μισθοφόρου
μισθόφορος
serving for hire
masc/fem/neut gen sg
μισθοφόρος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • Ακούτο, Τζοβάνι — (1320 – 1394). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στην Ιταλία ο Άγγλος μισθοφόρος Τζον Χόουκγουντ. Ο Α., επικεφαλής 3.000 αντρών, πέρασε διαδοχικά στην υπηρεσία πολλών ιταλικών κρατών. Μια νωπογραφία του Αγγλοϊταλού μισθοφόρου Α., εξαίρετο έργο του… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκαμο — (Bergamo). Πόλη (110.691 κάτ.) της Ιταλίας στη Λομβαρδία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Η πόλη διαιρείται σε δύο τμήματα, την παλιά και την πάνω πόλη το ένα, και τη νέα και κάτω το άλλο. Στο πρώτο, που περιβάλλεται από τείχη, σώζονται πολλά… …   Dictionary of Greek

  • Σουαρές, Αντρέ — (Suares). Γάλλος συγγραφέας (1866 1948). Στα έργα του ακολουθεί γραφή συγκερασμού του ρομαντισμού και του ιδεαλισμού, απορρίπτοντας τις ιδέες του σύγχρονου κόσμου και επιστρέφοντας στο κλασικό μεγαλείο της Αναγέννησης. Έγραψε τα ποιήματα Μαρσάμπο …   Dictionary of Greek

  • Χαρίδημος — Αρχηγός μισθοφόρων, γιος του Φιλόξενου, από τον Ωρεό της Εύβοιας (περίπου 4ος αι. π.Χ.). Αφού πολέμησε εναντίον της Αμφίπολης, υπό τις διαταγές του στρατηγού των Αθηναίων Ιφικράτη, κατόρθωσε να παραλάβει τους ομήρους της πόλης για να τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”